- σχετικιστικός
- -ή, -ό, Ν1. φυσ. (για σώμα ή φυσικό μέγεθος) αυτός που αναφέρεται ή υπακούει στη θεωρία τής σχετικότητας2. φρ. «σχετικιστική μάζα»φυσ. η μάζα ενός σώματος, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνηση, η οποία τείνει να γίνει άπειρη καθώς η ταχύτητά του πλησιάζει την ταχύτητα τού φωτός.
Dictionary of Greek. 2013.